- κλιμακώνω
- [κλίμαξ]1. τάσσω κατά κλίμακες, τοποθετώ σε βαθμίδες, διαρρυθμίζω κάτι κλιμακωτά, σε μορφή σκάλας2. στρ. παρατάσσω τον στρατό κατά κλιμάκια3. αναπτύσσω τις δραστηριότητές μου σταδιακά («κλιμακώνεται η πολιτική ένταση»).
Dictionary of Greek. 2013.